- παραχειμασία
- ἡ, ΜΑη διαχείμαση, το ξεχειμώνιασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παραχειμάζω, κατά τα θηλ. σε -ία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραχειμασίᾳ — παραχειμασίαι , παραχειμασία wintering in fem nom/voc pl παραχειμασίᾱͅ , παραχειμασία wintering in fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχειμασίας — παραχειμασίᾱς , παραχειμασία wintering in fem acc pl παραχειμασίᾱς , παραχειμασία wintering in fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχειμασίαν — παραχειμασίᾱν , παραχειμασία wintering in fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραχειμασίαις — παραχειμασία wintering in fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)